αυχένας

αυχένας
[-ήν (-ενός)] ο
1) шея; затылок, загривок;

§ σκύβω ( — или κύπτω, κλίνω) τον αυχέναςένα — гнуть шею, подчиняться;

2) седловина;
3) анат. шейка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυχένας" в других словарях:

  • αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… …   Dictionary of Greek

  • αυχένας — ο 1. το πίσω μέρος του τραχήλου, ο σβέρκος. 2. πέρασμα στο στενότερο μέρος της κορυφογραμμής, διάσελο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐχένας — αὐχήν neck masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καὐχένας — αὐχένας , αὐχήν neck masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • κεστώδεις — Ομοταξία ενδοπαρασιτικών σκουληκιών που ανήκουν στους πλατυέλμινθες· είναι περισσότερο γνωστοί ως ταινίες. Όλα τα μέλη της ομοταξίας έχουν προσαρμοστεί στον παρασιτισμό του πεπτικού σωλήνα των σπονδυλοζώων. Οι κ. δεν έχουν στοματικό άνοιγμα ούτε… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Βερνάρδος — (γαλλ. Saint Bernardya, ιταλ. San Bernardo). Αυχένας των Άλπεων (2.742 μ.), που συνδέει την Ελβετία (κοιλάδα του Ροδανού) με την Ιταλία (κοιλάδα της Αόστης). Στα νεότερα χρόνια τη δίοδο αυτή χρησιμοποίησαν οι Γαλάτες και οι Ρωμαίοι, καθώς και o… …   Dictionary of Greek

  • вы˫а — ВЫ|˫А (94), Ѣ ( ˫А) с. Шея: и навѩжи ѭ на выи своеи. да бѹдеть съ тобоѭ въинѹ Изб 1076, 19; и поклоньша колѣна. и простьрша вы˫а и жідѹща своѥ˫а съмьрти. ЧудН XII, 66в; ѡбрѣтающимъ же сѩ грѣшникомъ. грамоты на выѩхъ навѩзани имѹщимъ КР 1284,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αερσίλοφος — ἀερσίλοφος, ον (Α) (για τόπο) όποιος έχει ψηλό λόφο ή (για πρόσωπα) ψηλό λοφίο περικεφαλαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀερσι (< ἀείρω Ι) + λόφος «λόφος βουνού, λοφίο περικεφαλαίας, ο αυχένας, θύσανος τριχών ή πτερών»] …   Dictionary of Greek

  • αντικούτικας — ο η βάση της κεφαλής, το ινίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κούτικας «ο αυχένας»] …   Dictionary of Greek

  • αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»